- κακολόγων
- κακόλογοςevil-speakingmasc/fem/neut gen plκακολόγοςmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακολογῶν — κακολογέω revile pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακολογώ — (AM κακολογῶ, έω) [κακολόγος] 1. (μτβ.) λέγω άσχημα, υβριστικά ή συκοφαντικά λόγια για κάποιον, υβρίζω, βλασφημώ, κατηγορώ, συκοφαντώ, διαβάλλω κάποιον «ὁ κακολογῶν πατέρα αὐτοῡ ἢ μητέρα αὐτοῡ τελευτήσει θανάτῳ», ΠΔ) 2. (αμτβ.) λέγω κακούς λόγους … Dictionary of Greek
λάσθων — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κακολογῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. *λάσθω < λάσθη] … Dictionary of Greek
χθεσιφωνών — Α (κατά τον Ησύχ.) «κακολογῶν» … Dictionary of Greek